-
1 λιγαινω
1) издавать клич, громко возглашать(κήρυκες ἐλίγαινον Hom.)
2) поднимать вопль, кричать от боли(στένεσθαι καὴ λ. Aesch.)
3) муз. играть(σύριγγι Anth.)
4) петь, воспевать(βιοτήν τινος Anth.)
См. также в других словарях:
λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… … Dictionary of Greek